κόκκινος

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

発音[編集]

IPA: /ˈko.ki.nos/

形容詞[編集]

κόκκινος (kókkinos)  男性  (kókkinos)   女性 κόκκινη, 中性 κόκκινο

  1. あかい。
    • Δύο κόκκινα τριαντάφυλλα.
      二輪の赤いバラ

格変化[編集]

類義語[編集]

派生語[編集]