φράουλα
ナビゲーションに移動
検索に移動
ギリシア語[編集]
発音[編集]
名詞[編集]
φράουλα 女性(fráoula) (複数: φράουλες (fráoules))
- (植物, 果実) 苺。
φράουλα の格変化
関連語[編集]
- φραουλίτσα 女性 (fraoulítsa) (指小辞)
諸言語への影響[編集]
- → アラビア語: فَرَاوِلَة (farāwila)
φράουλα 女性(fráoula) (複数: φράουλες (fráoules))