Κύκλωψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κύκλωψ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κύκλωψ οἱ Κύκλωπες
      γενική τοῦ Κύκλωπος τῶν Κυκλώπων
      δοτική τῷ Κύκλωπ τοῖς Κύκλωψ(ν)
επικός:Κυκλώπεσσι(ν)
    αιτιατική τὸν Κύκλωπ τοὺς Κύκλωπᾰς
     κλητική ! Κύκλωψ Κύκλωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κύκλωπε
γεν-δοτ τοῖν  Κυκλώποιν
Και σπάνια (v.infr.) κατάληξη -οπα στην αιτιατική ενικού
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κύκλωψ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κύκλωψ αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κύκλος και ὤψ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]