βούτυρον

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

発音(?)[編集]

 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /bo᷄ː.tyː.ron/
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /ˈbu.ty.ron/
  • 4世紀: IPA(?): /ˈβu.ty.ron/
  • 10世紀: IPA(?): /ˈvu.ty.ron/
  • 15世紀: IPA(?): /ˈvu.ti.ron/
  • 語源[編集]

    複合語 βοῦς (boûs) +‎ τυρός (turós)チーズ

    名詞[編集]

    βούτῡρον (属格 βουτύρου) 中性, 第2変化 (boúturon)

    1. バター
    格/数 単数 両数 複数
    主格 τὸ βούτῡρον τὼ βουτύρω τὰ βούτῡρᾰ
    属格 τοῦ βουτύρου τοῖν βουτύροιν τῶν βουτύρων
    与格 τῷ βουτύρῳ τοῖν βουτύροιν τοῖς βουτύροις
    対格 τὸ βούτῡρον τὼ βουτύρω τὰ βούτῡρᾰ
    呼格 βούτῡρον βουτύρω βούτῡρᾰ

    諸言語への影響[編集]

    関連語[編集]