εστιατόριο

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

名詞[編集]

εστιατόριο 中性(estiatório) (複数: εστιατόρια (estiatória))

  1. レストラン

格変化[編集]

同族語[編集]

  • ταβέρνα 女性 (tavérna)タヴェルナ
  • καφενείο 中性 (kafeneío)カフェ