ονομαστική

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

形容詞[編集]

ονομαστική (onomastikí)

  1. ονομαστικόςの女性単数主格。
  2. ονομαστικόςの女性単数対格。
  3. ονομαστικόςの女性単数呼格。

名詞[編集]

ονομαστική 女性(onomastikí)

  1. (文法) 主格

派生語[編集]

関連語[編集]