πέτρος
ナビゲーションに移動
検索に移動
古典ギリシア語[編集]
語源[編集]
- 不詳、πέτρα (petra, “石組み”)に関連。
発音[編集]
- 古典: IPA: [pétros]
- コイネー: IPA: [pˈɛtro̞s]
- 初期ビザンツ: IPA: [pˈetros]
名詞[編集]
πέτρος (属格 πέτρου) 男性, 第2変化 (petros)(後世、詩においては女性扱い)
- 岩、石。
- κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.
- そこで、わたしもあなたに言う。あなたはペテロ(=岩)である。そして、わたしはこの岩の上にわたしの教会を建てよう。黄泉の力もそれに打ち勝つことはない。(マタイによる福音書第16章第18節)
- κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.
類義語[編集]
- λίθος (lithos)
諸言語への影響[編集]
- 英語:Peter