ποίημα

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

語源[編集]

古典ギリシア語 ποίημα

名詞[編集]

ποίημα 中性(poíima) (複数: ποιήματα (poiímata))

  1. (文学)

関連語[編集]


古典ギリシア語[編集]

語源[編集]

動詞 ποιέω +‎ 接尾辞 "-μα"

発音[編集]

 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /po͜ɪ́.ɛː.ma/ ambiguous vowel α at 6
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /ˈpy.e.ma/
  • 4世紀: IPA(?): /ˈpy.i.ma/
  • 10世紀: IPA(?): /ˈpy.i.ma/
  • 15世紀: IPA(?): /ˈpi.i.ma/
  • 名詞[編集]

    ποίημα (属格 ποιήματος) 中性, 第3変化 (poíēma)

    1. 作品創作物
    2. (文学)
    3. 行為行動
    格/数 単数 両数 複数
    主格 ποίημα ποιήματε ποιήματα
    属格 ποιήματος ποιημάτοιν ποιημάτων
    与格 ποιήματι ποιημάτοιν ποιήμασι
    対格 ποίημα ποιήματε ποιήματα
    呼格 ποίημα ποιήματε ποιήματα

    諸言語への影響[編集]

    • ラテン語: poema
    • ロシア語: поэма 女性 (poema)

    関連語[編集]