Τρίτη

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

τρίτη も参照。

ギリシア語

[編集]

語源

[編集]

τρίτος (trítos)

発音

[編集]
  • IPA(?): /ˈtɾi.ti/
  • 分綴: Τρί‧τη

名詞

[編集]

Τρίτη 女性(Tríti) (複数: Τρίτες (Trítes))

  1. (曜日) 火曜日

関連語

[編集]
ギリシア語の曜日名 (→カテゴリ)
日曜日 月曜日 火曜日 水曜日 木曜日 金曜日 土曜日
Κυριακή Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο