έγγαμος

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

発音[編集]

  • IPA(?): /ˈeŋ.ɣa.mos/
  • 分綴: έγ‧γα‧μος

形容詞[編集]

έγγαμος (éngamos)  男性   女性 έγγαμος 又は έγγαμη, 中性 έγγαμο

  1. 既婚の。

類義語[編集]

対義語[編集]