αναγραμματισμού

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

名詞[編集]

αναγραμματισμού (anagrammatismoú男性

  1. αναγραμματισμόςの単数属格。