μῖσος

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

μισός および μίσος も参照。

古典ギリシア語[編集]

語源[編集]

印欧祖語 *mēwdʰ-

発音(?)[編集]

 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /mi᷇ː.sos/
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /ˈmi.sos/
  • 4世紀: IPA(?): /ˈmi.sos/
  • 10世紀: IPA(?): /ˈmi.sos/
  • 15世紀: IPA(?): /ˈmi.sos/
  • 名詞[編集]

    μῖσος (属格 μίσους) 中性, 第3変化 (mîsos)

    1. 憎悪にくしみ。
    格/数 単数 両数 複数
    主格 τὸ μῖσος τὼ μίσεε τὰ μίσεα
    属格 τοῦ μίσεος τοῖν μισέοιν τῶν μισέων
    与格 τῷ μίσεϊ τοῖν μισέοιν τοῖς μίσεσσι
    対格 τὸ μῖσος τὼ μίσεε τὰ μίσεα
    呼格 μῖσος μίσεε μίσεα
    格/数 単数 両数 複数
    主格 τὸ μῖσος τὼ μίσει τὰ μίση
    属格 τοῦ μίσους τοῖν μισοῖν τῶν μισῶν
    与格 τῷ μίσει τοῖν μισοῖν τοῖς μίσεσι
    対格 τὸ μῖσος τὼ μίσει τὰ μίση
    呼格 μῖσος μίσει μίση

    諸言語への影響[編集]