πτερόν

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

語源[編集]

印欧祖語 *péth₂r̥

発音[編集]

  • 古典: IPA(?): [pterón]
  • コイネー: IPA(?): [ptɛrˈo̞n]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [fterˈon]

名詞[編集]

πτερόν (属格 πτεροῦ) 中性, 第2変化 (pterón)

  1. はね
  2. つばさ
  3. 翼のある生物
  4. 翼状のもの。

格変化[編集]

格/数 単数 両数 複数
主格 τὸ πτερόν τὼ πτερώ τὰ πτερᾰ́
属格 τοῦ πτεροῦ τοῖν πτεροῖν τῶν πτερῶν
与格 τῷ πτερῷ τοῖν πτεροῖν τοῖς πτεροῖς
対格 τὸ πτερόν τὼ πτερώ τὰ πτερᾰ́
呼格 πτερόν πτερώ πτερᾰ́

用法[編集]

諸言語への影響[編集]