αλλοδαπός

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語

[編集]

語源

[編集]

古典ギリシア語 ἀλλοδαπός

形容詞

[編集]

αλλοδαπός (allodapós)  男性   女性 αλλοδαπή, 中性 αλλοδαπό

  1. 外国の。

類義語

[編集]

関連語

[編集]
  • αλλοδαπή 女性 (allodapí)

名詞

[編集]

αλλοδαπός 男性(allodapós) (複数: αλλοδαποί (allodapoí))女性: αλλοδαπή (allodapí)

  1. 外国人

類義語

[編集]

同族語

[編集]