αδένας
ナビゲーションに移動
検索に移動
ギリシア語[編集]
語源[編集]
名詞[編集]
αδένας 男性(adénas) (複数: αδένες (adénes))
- (解剖学) 腺。
αδένας の格変化
派生語[編集]
- αδενικός (adenikós)
- αδενίτιδα 女性 (adenítida)
- αδενοειδής (adenoeidís)
- αδενοπάθεια 女性 (adenopátheia)
- ενδοκρινής αδένας 男性 (endokrinís adénas)