πούς

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

異綴[編集]

語源[編集]

印欧祖語*pṓds

同系語[編集]

名詞[編集]

πούς男性複数ποδός

格/数 単数 両数 複数
主格 ὁ πούς τώ πόδε οἱ πόδες
属格 τοῦ ποδός τοῖν ποδοῖν

τῶν ποδῶν
与格 τῷ ποδί τοῖν ποδοῖν

τοῖς ποσί(ν)
対格 τόν πόδᾰ τώ πόδε τούς πόδᾰς
呼格 πούς

πόδε πόδες

参照[編集]