crocodilo
ナビゲーションに移動
検索に移動
ガリシア語[編集]
語源[編集]
ラテン語 crocodīlus < 古典ギリシア語 κροκόδειλος
名詞[編集]
crocodilo 男性 (複数 crocodilos)
ポルトガル語[編集]
語源[編集]
ラテン語 crocodīlus < 古典ギリシア語 κροκόδειλος
名詞[編集]
crocodilo 男性 (複数 crocodilos)
ラテン語 crocodīlus < 古典ギリシア語 κροκόδειλος
crocodilo 男性 (複数 crocodilos)
ラテン語 crocodīlus < 古典ギリシア語 κροκόδειλος
crocodilo 男性 (複数 crocodilos)