ἐπιτομή

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

語源[編集]

ἐπιτέμνω

発音(?)[編集]

  • 古典: IPA(?): [epitomɛː́]
  • コイネー: IPA(?): [ɛpito̞mˈeː]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [epitomˈi]

名詞[編集]

ἐπιτομή (属格 ἐπιτομῆς) 女性, 第1変化 (epitomḗ)

  1. くち
  2. 要約
格/数 単数 両数 複数
主格 ἐπιτομή ἐπιτομά ἐπιτομαί
属格 ἐπιτομῆς ἐπιτομαῖν

ἐπιτομῶν
与格 ἐπιτομῇ ἐπιτομαῖν

ἐπιτομαῖς
対格 ἐπιτομήν ἐπιτομά ἐπιτομάς

呼格 ἐπιτομή

ἐπιτομά ἐπιτομαί