ὀκτώπους
ナビゲーションに移動
検索に移動
古典ギリシア語[編集]
語源[編集]
発音(?)[編集]
- 古典: IPA(?): [oテンプレート:grc-ipatok-ktɔː́pテンプレート:grc-ipatok-ous]
- コイネー: IPA(?): [o̞テンプレート:grc-ipatok-ktˈo̞ːpテンプレート:grc-ipatok-ous]
- 初期ビザンツ: IPA(?): [oテンプレート:grc-ipatok-ktˈopテンプレート:grc-ipatok-ous]
形容詞[編集]
ὀκτώπους (oktṓpous) 男性, ὀκτώπους 女性, ὀκτώπουν 中性; 第3変化
名詞[編集]
ὀκτώπους (属格 ὀκτώποδος) 男性, 第3変化 (oktṓpous)
格/数 | 単数 | 両数 | 複数 |
---|---|---|---|
主格 | ὁ ὀκτώπους
|
τώ ὀκτώποδε
|
οἱ ὀκτώποδες
|
属格 | τοῦ ὀκτώποδος
|
τοῖν ὀκτωπόδοιν
|
τῶν ὀκτωπόδων
|
与格 | τῷ ὀκτώποδι
|
τοῖν ὀκτωπόδοιν
|
τοῖς ὀκτώποσι
|
対格 | τόν ὀκτώποδα
|
τώ ὀκτώποδε
|
τούς ὀκτώποδας
|
呼格 | ὀκτώπο
|
ὀκτώποδε
|
ὀκτώποδες
|