ὀκτώπους

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

語源[編集]

ὀκτώ (8) + πούς (足)

発音(?)[編集]

形容詞[編集]

ὀκτώπους (oktṓpous男性, ὀκτώπους 女性, ὀκτώπουν 中性; 第3変化

  1. あし本の

名詞[編集]

ὀκτώπους (属格 ὀκτώποδος) 男性, 第3変化 (oktṓpous)

  1. たこ
格/数 単数 両数 複数
主格 ὀκτώπους

τώ ὀκτώποδε

οἱ ὀκτώποδες

属格 τοῦ ὀκτώποδος

τοῖν ὀκτωπόδοιν

τῶν ὀκτωπόδων

与格 τῷ ὀκτώποδι

τοῖν ὀκτωπόδοιν

τοῖς ὀκτώποσι

対格 τόν ὀκτώποδα

τώ ὀκτώποδε

τούς ὀκτώποδας

呼格 ὀκτώπο

ὀκτώποδε

ὀκτώποδες

諸言語への影響[編集]