εντομοκτόνο

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

名詞[編集]

εντομοκτόνο 中性(entomoktóno) (複数: εντομοκτόνα (entomoktóna))

  1. 殺虫剤

形容詞[編集]

εντομοκτόνο (entomoktóno)

  1. εντομοκτόνοςの中性単数主格。
  2. εντομοκτόνοςの男性単数対格。
  3. εντομοκτόνοςの中性単数対格。
  4. εντομοκτόνοςの中性単数呼格。