εντομοκτόνο
表示
ギリシア語
[編集]名詞
[編集]εντομοκτόνο 中性(entomoktóno) (複数: εντομοκτόνα (entomoktóna))
- 殺虫剤。
εντομοκτόνο の格変化
形容詞
[編集]εντομοκτόνο (entomoktóno)
- εντομοκτόνοςの中性単数主格。
- εντομοκτόνοςの男性単数対格。
- εντομοκτόνοςの中性単数対格。
- εντομοκτόνοςの中性単数呼格。
εντομοκτόνο 中性(entomoktóno) (複数: εντομοκτόνα (entomoktóna))
εντομοκτόνο (entomoktóno)