ηλεκτρισμός

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

発音[編集]

  • IPA(?): /i.lek.tɾiˈzmos/
  • 分綴: η‧λεκ‧τρι‧σμός

名詞[編集]

ηλεκτρισμός 男性(ilektrismós) (複数: ηλεκτρισμοί (ilektrismoí))

  1. (物理学) 電気
  2. (物理学) 電気学

類義語[編集]

  • (語義1) ηλεκτρικό 中性 (ilektrikó)

関連語[編集]