コンテンツにスキップ

συνδρομητής

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』

ギリシア語

[編集]

語源

[編集]

συνδρομή (syndromí) + -της (-tis)

名詞

[編集]

συνδρομητής 男性(syndromitís) (複数: συνδρομητές (syndromités))女性: συνδρομήτρια (syndromítria)

  1. 定期購読者。

関連語

[編集]
  • συνδρομή 女性 (syndromí)