χυμός

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語[編集]

語源[編集]

古典ギリシア語 χυμός (khumós) < χέω (khéō)

名詞[編集]

χυμός 男性(chymós) (複数: χυμοί (chymoí))

  1. (食品) 果汁ジュース
    • χυμός πορτοκαλιού (オレンジジュース)