ἥλιος

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

古典ギリシア語[編集]

異表記・別形[編集]

語源[編集]

ギリシア祖語 < 印欧祖語 *sóh₂wl̥

発音[編集]

  • 古典: IPA(?): [hɛː́li.os]
  • コイネー: IPA(?): [hˈeːlio̞s]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [ˈilios]

名詞[編集]

ἥλιος (属格 ἡλίου) 男性, 第2変化 (hḗlios)

  1. (天体) 太陽
  2. (方位) ひがし
  3. (時間)
  4. 日光
格/数 単数 両数 複数
主格 ὁ ἥλιος τώ ἡλίω οἱ ἥλιοι
属格 τοῦ ἡλίου τοῖν ἡλίοιν

τῶν ἡλίων
与格 τῷ ἡλίῳ τοῖν ἡλίοιν

τοῖς ἡλίοις
対格 τόν ἥλιον τώ ἡλίω τούς ἡλίους

呼格 ἥλιε

ἡλίω ἥλιοι

派生語[編集]

諸言語への影響[編集]

  • ギリシア語: ήλιος (ílios)