γένεση
表示
ギリシア語
[編集]語源
[編集]発音
[編集]名詞
[編集]γένεση 女性(génesi) (複数: γενέσεις (genéseis))
- (出来事の)始まり。
γένεση の格変化
類義語
[編集]- γέννηση 女性 (génnisi)
関連語
[編集]- γενεσιουργός (genesiourgós)
- γένεσις 女性 (génesis)
- γεννάω (gennáo)
- εν τη γενέσει (en ti genései), ἐν τῇ γενέσει (ἐn tῇ genései)