χρώμα

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

χρῶμα も参照。

ギリシア語[編集]

語源[編集]

古典ギリシア語 χρῶμα (khrôma)

発音[編集]

  • IPA(?): /ˈxɾɔma/
  • 分綴: χρώ‧μα

名詞[編集]

χρώμα 中性(chróma) (複数: χρώματα (chrómata))

  1. いろ
  2. 塗料ペンキ
  3. 顔色かおいろ

類義語[編集]

  • μπογιά 女性 (bogiá)