γλώσσα
ナビゲーションに移動
検索に移動
ギリシア語
[編集]語源
[編集]発音
[編集]名詞
[編集]γλώσσα 女性(glóssa) (複数: γλώσσες (glósses))
γλώσσα の格変化
類義語
[編集]- γλωσσίδι 中性 (glossídi)
派生語
[編集]- γλωσσάκι 中性 (glossáki)
- γλωσσίτσα 女性 (glossítsa)
- γλωσσολογία 女性 (glossología)
- βγάζω γλώσσα (vgázo glóssa)
- δαγκώνω τη γλώσσα μου (dagkóno ti glóssa mou)
- στην άκρη της γλώσσας (stin ákri tis glóssas)
- γλώσσα προγραμματισμού 女性 (glóssa programmatismoú)
- γλωσσ. (gloss.)
- αλλογλώσσος (alloglóssos)
- ισόγλωσσο 女性 (isóglosso)