コンテンツにスキップ

ετυμολογία

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』

ἐτυμολογία も参照。

ギリシア語

[編集]

語源

[編集]

コイネー ἐτυμολογία (etumología) < ἔτυμ(ος) (étum(os)) + -ο- (-o-) + -λογία (-logía)

発音

[編集]
  • IPA(?): /e.ti.mo.loˈʝi.a/
  • 分綴: ε‧τυ‧μο‧λο‧γί‧α

名詞

[編集]

ετυμολογία 女性(etymología) (複数: ετυμολογίες (etymologíes))

  1. (言語学) 語源
  2. (言語学) 語源学

関連語

[編集]